δαφνίνου

δαφνίνου
δάφνινος
made of bay
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δάφνινος, -η, -ο — δάφνινος, η, ο,  φτιαγμένος από φύλλα δάφνης: Στο ηρώο, σε κάθε εθνική γιορτή, γίνεται κατάθεση δάφνινου στεφανιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”